-
1 каток
-
2 ледяной
ледяной παγωμένος* παγερός (тк. перен.)' \ледянойое поле το παγοδρόμιο* * *παγωμένος; παγερός (тк. перен.)ледяно́е по́ле — το παγοδρόμιο
-
3 ice rink
(a large room or building with a floor of ice for skating.) παγοδρόμιο -
4 rink
[riŋk]1) ((usually ice-rink) (a building containing) an area of ice, for ice-skating, ice hockey etc.) πίστα, παγοδρόμιο2) ((a building containing) a smooth floor for roller-skating.) πίστα πατινάζ -
5 skating-rink
noun (an area of ice set aside or designed for skating on.) αίθουσα πατινάζ/παγοδρόμιο
См. также в других словарях:
παγοδρόμιο — το 1. ειδικό γήπεδο, με μεγάλη παγωμένη και λεία επιφάνεια που χρησιμοποιείται για παγοδρομίες 2. τεχνητή αβαθής λίμνη στην οποία εκτελούνται παγοδρομίες, αφού ψυχθεί το νερό και παγώσει με τεχνητά μέσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παγοδρόμος. Η λ. μαρτυρείται … Dictionary of Greek
χόκεϊ — Ονομασία αθλήματος που παίζεται σε αγωνιστικούς χώρους με χόρτο (γρασίδι) ή πάγο. Εμφανίστηκε στην Αγγλία στα μέσα του 19ου αι. Παίζεται από 2 ομάδες με 11 παίκτες η καθεμία. Υπάρχει και χ. σε πάγο, που παίζεται από 2 ομάδες 6 παικτών. Αγώνας… … Dictionary of Greek